θερμοποιός

θερμοποιός
θερμοποιός, -όν (Α)
αυτός που παράγει θερμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)-* + -ποιος (< ποιώ), πρβλ. αρτο-ποιός, λογο-ποιός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θερμοποιός — producing heat masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμοποιά — θερμοποιός producing heat neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”